φιδεϊσμός

φιδεϊσμός
ο, Ν
θεολ. βλ. φιντεϊσμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιντεϊσμός — και φιδεϊσμός, ο, Ν 1. (φιλοσ.) ιρασιοναλιοτική φιλοσοφική αντίληψη που δίνει προτεραιότητα στην πίστη έναντι τής επιστήμης ή θέτει στο ίδιο επίπεδο την πίστη και την επιστήμη 2. θεολ. ιρασιοναλιοτική αντίληψη κατά την οποία η πίστη εξαρτάται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”